παραιτητης

παραιτητης
    παραιτητής
    παρ-αιτητής
    -οῦ ὅ заступник, ходатай Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "παραιτητης" в других словарях:

  • παραιτητής — intercessor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητής — ὁ, Α [παραιτούμαι] άτομο που μεσιτεύει, που μεσολαβεί προκειμένου να αποδοθεί χάρη σε κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • παραιτηταί — παραιτητής intercessor masc nom/voc pl παραιτητός to be appeased by entreaty fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητήν — παραιτητής intercessor masc acc sg (attic epic ionic) παραιτητός to be appeased by entreaty fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητῶν — παραιτητής intercessor masc gen pl παραιτητός to be appeased by entreaty fem gen pl παραιτητός to be appeased by entreaty masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτίη — παραιτητής intercessor fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτίην — παραιτητής intercessor fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραίτιαι — παραιτητής intercessor fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητά — παραιτητά̱ , παραιτητής intercessor masc nom/voc/acc dual παραιτητής intercessor masc voc sg παραιτητής intercessor masc nom sg (epic) παραιτητός to be appeased by entreaty neut nom/voc/acc pl παραιτητά̱ , παραιτητός to be appeased by entreaty… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτητάς — παραιτητά̱ς , παραιτητής intercessor masc acc pl παραιτητά̱ς , παραιτητής intercessor masc nom sg (epic doric aeolic) παραιτητά̱ς , παραιτητός to be appeased by entreaty fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτία — παραιτίᾱ , παραιτητής intercessor fem nom/voc/acc dual παραιτίᾱ , παραιτητής intercessor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»